Η ιστορία διαδραματίζεται την δεκαετία του 1960, όταν τα αυτοκίνητα ήταν πολυτέλεια και οι δρόμοι σκοτεινοί.
Κάποιος συναντά έναν φίλο του που είχε το χέρι καταγδαρμένο, και τον ρωτάει τι έπαθε.
-Άσε, του λέει αυτός. Αγόρασα ένα ποδήλατο για να πηγαίνω πιο εύκολα στην δουλειά, αλλά την νύχτα τα αυτοκίνητα δεν με προσέχουν και κάθε τόσο έχω ατυχήματα.
-Τότε, του απαντάει ο άλλος να κάνεις ένα κόλπο. Θα δέσεις στο τιμόνι ένα σανίδι, θα βάλεις στις άκρες δύο φώτα και έτσι οι οδηγοί που έρχονται να σε περνάνε για αυτοκίνητο και θα προσέχουν.
Μετά από αρκετές ημέρες ο πρώτος φίλος μαθαίνει ότι αυτός με το ποδήλατο είχε ένα σοβαρό ατύχημα. Πηγαίνει στο ΚΑΤ και τον βρίσκει γεμάτο γύψους και σωληνάκια.
-Τι έγινε ρε φίλε, ρωτάει, τι έπαθες;
-Έκανα αυτό που μου είπες, απαντάει αυτός. Έβαλα ένα ξύλο με δυο φώτα. Αλλά ένας οδηγός νόμισε ότι ήταν δύο ποδήλατα και πήγε να περάσει ανάμεσα!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
Κάποιος συναντά έναν φίλο του που είχε το χέρι καταγδαρμένο, και τον ρωτάει τι έπαθε.
-Άσε, του λέει αυτός. Αγόρασα ένα ποδήλατο για να πηγαίνω πιο εύκολα στην δουλειά, αλλά την νύχτα τα αυτοκίνητα δεν με προσέχουν και κάθε τόσο έχω ατυχήματα.
-Τότε, του απαντάει ο άλλος να κάνεις ένα κόλπο. Θα δέσεις στο τιμόνι ένα σανίδι, θα βάλεις στις άκρες δύο φώτα και έτσι οι οδηγοί που έρχονται να σε περνάνε για αυτοκίνητο και θα προσέχουν.
Μετά από αρκετές ημέρες ο πρώτος φίλος μαθαίνει ότι αυτός με το ποδήλατο είχε ένα σοβαρό ατύχημα. Πηγαίνει στο ΚΑΤ και τον βρίσκει γεμάτο γύψους και σωληνάκια.
-Τι έγινε ρε φίλε, ρωτάει, τι έπαθες;
-Έκανα αυτό που μου είπες, απαντάει αυτός. Έβαλα ένα ξύλο με δυο φώτα. Αλλά ένας οδηγός νόμισε ότι ήταν δύο ποδήλατα και πήγε να περάσει ανάμεσα!