Ὤφου ἠντάπαθα!
Ὅπως ξέρετε, μετά τήν συνταξιοδότησή μου, ἔχω γίνει ὁ κολῶνος τοῦ σπιτιοῦ. Ψωνίζω, μαγειρεύω, σκουπίζω, ξεσκονίζω. Στό σιδέρωμα ὅμως πατάω πόδι. Εἶμαι ἄντρας ἐγώ!!!
Ὁ πληθωρισμός ὅμως τρέχει, τό χαρτζιλίκι πού παίρνω εἶναι λίγο καί σκοτώνομαι στήν δουλειά, γί΄ αὐτό καί παίρνω ἕνα κιλό κάθε χρόνο (λόγω ἄγχους).
Ἔπιασα λοιπόν νά φτιάξω ἀγκινάρες μέ μπακαλιάρο. Εἶναι τό ἀγαπημένο πιάτο τῆς γυναίκας μου. Τό ἄρχισα ἐπ’ εὐκαιρία τῶν γενεθλίων της (τί τό ψάχνω.. ἔτσι κι ἀλλιῶς θά μέ θάψει) ὥστε νά τῆς ζητήσω αὔξηση ἤ νά τήν πείσω ἔστω νά μοῦ φέρει μία Ρωσίδα γιά οἰκιακή βοηθό νά μπορῶ νά ξεκουράζομαι.
Ὅμως κάτι τό ἀλφάβητο, κάτι μία μικρή ἔρευνα στό διαδίκτυο, τό φαγητό ἤπιε ὅλο τό νερό του καί κόλλησε.
Λάθος μέρα βρῆκα νά τσικνίσω τό φαγητό καί νά κάνω Τσικνοπέμπτη.
Πάντως τό γεγονός μου θύμισε μία παλιά ἱστορία πού διηγιόταν ὁ πατέρας μου:
Κάποιος μετά ἀπό κάποια χρόνια γάμου χήρεψε. Ἀργότερα ξαναπαντρεύτηκε καί φυσικά ἡ νέα γυναίκα τοῦ μαγείρευε. Κάθε φορά ὅμως πού δοκίμαζε τό φαγητό ἔλεγε:
-Ὡραῖο εἶναι, ἀλλά σάν τῆς συχωρεμένης δέν εἶναι.
Παιδευόταν ἐκείνη, προσπαθοῦσε καί ἔβαζε ὅλη τήν τέχνη της, ἀλλά πάντοτε ἔπαιρνε τήν ἴδια ἀπάντηση.
Μία μέρα ὅμως ξεχάστηκε μέ τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ καί τσίκνωσε τό φαγητό.
-Ἀφοῦ τά ἄλλα δέν τοῦ ἄρεσαν, σκέφτηκε, φαντάσου τί θά γίνει μέ τοῦτο.
Ὅλο ἄγχος λοιπόν σερβίρει τό φαγητό μόλις γύρισε ὁ ἄντρας τῆς στό σπίτι καί περίμενε τήν «ἐτυμηγορία». Μόλις ὁ ἄντρας τῆς δοκιμάζει ἀπό τό πιάτο γυρνάει καί τῆς λέει χαρούμενος:
-Ἀχά. Τό φαΐ τῆς συχωρεμένης!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
Ὅπως ξέρετε, μετά τήν συνταξιοδότησή μου, ἔχω γίνει ὁ κολῶνος τοῦ σπιτιοῦ. Ψωνίζω, μαγειρεύω, σκουπίζω, ξεσκονίζω. Στό σιδέρωμα ὅμως πατάω πόδι. Εἶμαι ἄντρας ἐγώ!!!
Ὁ πληθωρισμός ὅμως τρέχει, τό χαρτζιλίκι πού παίρνω εἶναι λίγο καί σκοτώνομαι στήν δουλειά, γί΄ αὐτό καί παίρνω ἕνα κιλό κάθε χρόνο (λόγω ἄγχους).
Ἔπιασα λοιπόν νά φτιάξω ἀγκινάρες μέ μπακαλιάρο. Εἶναι τό ἀγαπημένο πιάτο τῆς γυναίκας μου. Τό ἄρχισα ἐπ’ εὐκαιρία τῶν γενεθλίων της (τί τό ψάχνω.. ἔτσι κι ἀλλιῶς θά μέ θάψει) ὥστε νά τῆς ζητήσω αὔξηση ἤ νά τήν πείσω ἔστω νά μοῦ φέρει μία Ρωσίδα γιά οἰκιακή βοηθό νά μπορῶ νά ξεκουράζομαι.
Ὅμως κάτι τό ἀλφάβητο, κάτι μία μικρή ἔρευνα στό διαδίκτυο, τό φαγητό ἤπιε ὅλο τό νερό του καί κόλλησε.
Λάθος μέρα βρῆκα νά τσικνίσω τό φαγητό καί νά κάνω Τσικνοπέμπτη.
Πάντως τό γεγονός μου θύμισε μία παλιά ἱστορία πού διηγιόταν ὁ πατέρας μου:
Κάποιος μετά ἀπό κάποια χρόνια γάμου χήρεψε. Ἀργότερα ξαναπαντρεύτηκε καί φυσικά ἡ νέα γυναίκα τοῦ μαγείρευε. Κάθε φορά ὅμως πού δοκίμαζε τό φαγητό ἔλεγε:
-Ὡραῖο εἶναι, ἀλλά σάν τῆς συχωρεμένης δέν εἶναι.
Παιδευόταν ἐκείνη, προσπαθοῦσε καί ἔβαζε ὅλη τήν τέχνη της, ἀλλά πάντοτε ἔπαιρνε τήν ἴδια ἀπάντηση.
Μία μέρα ὅμως ξεχάστηκε μέ τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ καί τσίκνωσε τό φαγητό.
-Ἀφοῦ τά ἄλλα δέν τοῦ ἄρεσαν, σκέφτηκε, φαντάσου τί θά γίνει μέ τοῦτο.
Ὅλο ἄγχος λοιπόν σερβίρει τό φαγητό μόλις γύρισε ὁ ἄντρας τῆς στό σπίτι καί περίμενε τήν «ἐτυμηγορία». Μόλις ὁ ἄντρας τῆς δοκιμάζει ἀπό τό πιάτο γυρνάει καί τῆς λέει χαρούμενος:
-Ἀχά. Τό φαΐ τῆς συχωρεμένης!