Πάει ἕνας σὲ ἕνα φοῦρνο καὶ ζητάει ἕνα καρβέλι ψωμί. Ὁ φούρναρης, κρατώντας τὸ στὸ χέρι καὶ πρὶν τοῦ τὸ δώσει, τοῦ λέει:
-Θὰ σοῦ δώσω τὸ ψωμί, ἀλλὰ πρὶν φύγεις, φάε τυρόπιτα, θὰ μὲ θυμηθεῖς!
-Ἄσε μὲ ρὲ φίλε καὶ βιάζομαι!
-Μὰ φάε τυρόπιτα, θὰ μὲ θυμηθεῖς!
-Τελείωνε ρὲ φίλε δῶσε μου τὸ ψωμὶ νὰ πάω σπίτι ποὺ μὲ περιμένει ἡ γυναίκα μου!
-Δὲν στὸ δίνω. Φάε τυρόπιτα, θὰ μὲ θυμηθεῖς!
-Ἔ, δῶσε μου νὰ φάω, μὲ ἔσκασες!
Τρώει μία μπουκιὰ ὁ πελάτης, γυρίζει στὸν φούρναρη καὶ λέει μὲ ἔκπληξη:
-Θανάση;;;!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο »
-Θὰ σοῦ δώσω τὸ ψωμί, ἀλλὰ πρὶν φύγεις, φάε τυρόπιτα, θὰ μὲ θυμηθεῖς!
-Ἄσε μὲ ρὲ φίλε καὶ βιάζομαι!
-Μὰ φάε τυρόπιτα, θὰ μὲ θυμηθεῖς!
-Τελείωνε ρὲ φίλε δῶσε μου τὸ ψωμὶ νὰ πάω σπίτι ποὺ μὲ περιμένει ἡ γυναίκα μου!
-Δὲν στὸ δίνω. Φάε τυρόπιτα, θὰ μὲ θυμηθεῖς!
-Ἔ, δῶσε μου νὰ φάω, μὲ ἔσκασες!
Τρώει μία μπουκιὰ ὁ πελάτης, γυρίζει στὸν φούρναρη καὶ λέει μὲ ἔκπληξη:
-Θανάση;;;!